- ὑπόβρυχα
- ὑπόβρῠχα, Adv.A under water,
τὸν δ' ἄρ' ὑ. θῆκε Od.5.319
;ὥστε Θεσσαλίην . . ὑ. γενέσθαι Hdt.7.130
;ὑ. ναυτίλλονται Arat.425
, cf. Opp.H.1.145, Q.S.13.485, 14.619, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸν δ' ἄρ' ὑ. θῆκε Od.5.319
;ὥστε Θεσσαλίην . . ὑ. γενέσθαι Hdt.7.130
;ὑ. ναυτίλλονται Arat.425
, cf. Opp.H.1.145, Q.S.13.485, 14.619, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπόβρυχα — under water indeclform (adverb) ὑπόβρυχος indeclform (adverb) ὑπόβρυχος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόβρυχα — Α επίρρ. βλ. ὑπόβρυχος … Dictionary of Greek
βρύχιος — α, ο (AM βρύχιος, ον και ος, α, ον) αυτός που προέρχεται από το βάθος της θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. βρύχιος, καθώς και τα σύνθετα περιβρύχιος, υποβρύχιος, σχηματίστηκαν από το θέμα της αιτ. εν. υπόβρυχα (Οδ. ε, 319) που είναι ο αρχαιότερος τ.… … Dictionary of Greek
υπόβρυχος — ον, ΜΑ υποβρύχιος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπόβρυχα υποβρυχίως, κάτω από την επιφάνεια τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρύχιος] … Dictionary of Greek